αγκυλοστομίαση

αγκυλοστομίαση
Παρασιτική ασθένεια η οποία οφείλεται σε μόλυνση που προκαλεί το παράσιτο αγκυλόστομο το δωδεκαδακτυλικό.Τα αβγά του παρασιτικού αυτού σκουληκιού βρίσκονται συνήθως στο έδαφος, σε περιβάλλον όμως υγρό, οξυγονούχο και με σχετικά υψηλή θερμοκρασία. Η μόλυνση στον άνθρωπο γίνεται από τη στοματική οδό, από τρόφιμα που περιέχουν αβγά αγκυλόστομου ή από το δέρμα. Μόλις φτάσουν στο λεπτό έντερο, εγκαταθίστανται εκεί και αναπτύσσονται σε παρασιτικά σκουλήκια, τα οποία προκαλούν την α. Η αρρώστια αυτή χαρακτηρίζεται από γαστρεντερικές διαταραχές και από βαριά και προοδευτική αναιμία. Η α. είναι συχνή στους εργάτες που δουλεύουν σε διάνοιξη σηράγγων, σε ορυχεία, κεραμοποιεία κλπ. Kλασικό παράδειγμα αποτελεί η ομαδική α. των εργατών της σήραγγας του Αγίου Γοτθάρδου στις Άλπεις, το 1880. Θεραπεύεται με ανθελμινθικά φάρμακα. Αποτελεσματικότερη προφύλαξη είναι η απολύμανση των μολυσμένων εδαφών. Το παρασιτικό σκουλήκι αγκυλόστομο το δωδεκαδακτυλικό, που προκαλεί την αγκυλοστομίαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… …   Dictionary of Greek

  • αιματουρία — Η παρουσία αίματος στα ούρα. Αποτελεί σημαντικό εύρημα και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος ή σε γενική νόσο. Εάν το αίμα εμφανίζεται μόνο στην αρχή της ούρησης συνήθως προέρχεται από την πρόσθια μοίρα της… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακωρυχείο — Ορυχείο όπου γίνεται ανόρυξη και εξαγωγή ορυκτού άνθρακα. Τα α., ανάλογα με το είδος του άνθρακα που βγάζουν, ονομάζονται γαιανθρακωρυχεία, λιγνιτωρυχεία, λιθανθρακωρυχεία κλπ. Η ύπαρξη των κοιτασμάτων ορυκτού άνθρακα εξακριβώνεται είτε από… …   Dictionary of Greek

  • ελμινθίαση — Παρασιτική μόλυνση του οργανισμού από έλμινθες (βλ. λ.), δηλαδή σκουλήκια που ανήκουν στην τάξη των τρηματωδών, των κεστωδών, των νηματωδών και των ακανθοκεφάλων. Στον άνθρωπο μπορεί το σκουλήκι να βρίσκεται είτε με τη μορφή τέλειου σκουληκιού… …   Dictionary of Greek

  • επιδημιολογία — Κλάδος της ιατρικής που από τα μέσα του 19ου αι. μελετά τον τρόπο με τον οποίο εξαπλώνονται τα νοσήματα, κυρίως εκείνα που πλήττουν μεγάλο αριθμό ατόμων σε περιορισμένο χώρο και χρόνο. Όταν μία μεταδοτική νόσος εμφανίζεται σταθερά σε έναν… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • επαγγελματικές νόσοι — Νόσοι που προκαλούνται από τις συνθήκες του εργασιακού περιβάλλοντος. Διακρίνονται από εκείνες τις παθολογικές καταστάσεις στις οποίες το είδος της εργασίας δρα μόνο ως τυχαίο αίτιο, όπως, για παράδειγμα, τα ατυχήματα. Σε αντίθεση με τα ατυχήματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”